top of page

ΙΑΤΡΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ

Ήταν περίπου στις αρχές της δεκαετίας του 1990 όταν μια ιδέα άρχισε να βρίσκει πρόσφορο έδαφος. Μια ομάδα ιατρών άρχισε να οργανώνεται για να λύσει ένα πρόβλημα: Πώς πρέπει να χρησιμοποιούνται οι πρόσφατες μελέτες προκειμένου να παρθούν αποφάσεις σχετικά με την αντιμετώπιση ιατρικών προβλημάτων; Οι ιατροί, μέχρι τότε, χρησιμοποιούσαν μεμονωμένες ή επιλεκτικές μελέτες ή ότι είχαν διδαχθεί στην ιατρική σχολή αντί να κάνουν χρήση, συνολικά, των πιο κατάλληλα τεκμηριωμένων μελετών.

Η ιατρική έρευνα, πραγματικά, ξεκίνησε γύρω στα 1970 με μια εκτίναξη στον αριθμό των δημοσιευμένων άρθρων κατά 300% μέχρι το 2010. Οι περισσότερες μελέτες όμως, ήταν αντιφατικές και ήταν δύσκολο να παρθούν οι σωστές αποφάσεις. Έτσι, οι ερευνητές δημιούργησαν μια βάση υψηλών, ποιοτικά, συστηματικών ανασκοπήσεων που με τη χρήση των στατιστικών μεθόδων έφεραν την επανάσταση. Η προσπάθεια αυτή βοήθησε επίσημους φορείς, όπως τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) και το UK’s National Institute For Health and Clinical Excellence, να δημιουργήσουν τις ιατρικές κατευθυντήριες οδηγίες. Η τεκμηριωμένη ιατρική έρευνα, όμως, συνεχίζει το έργο της καθώς δεν είναι κατάλληλα σχεδιασμένες όλες οι μελέτες. Η προσπάθεια εστιάζεται στην κριτική αντίληψη της ποιότητας των μελετών και στην προώθηση των αποδεκτών για την εφαρμογή τους στην ιατρική κλινική πράξη. Παρόλα αυτά, η πρωτοπορία του εγχειρήματος αν και έχει προσφέρει στην βελτίωση των υπηρεσιών στο χώρο της υγείας δεν έχει επιδράσει, ακόμα, σε έναν άλλο τομέα: την ιατρική δημοσιογραφία.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την Julia Belluz, «αν και η δημοσιογραφία επιδρά στην ανθρώπινη υγεία όπως η ίδια η ιατρική αλλά και η πολιτική υγείας, η χρήση της τεκμηρίωσης άρχισε να γίνεται εμφανής στον χώρο των ΜΜΕ, μόλις στη δεκαετία του 1990. Όμως, εμείς οι δημοσιογράφοι αντί να μεταφράζουμε, όπως οφείλουμε, τις πιο αξιόπιστες και επιστημονικά τεκμηριωμένες μελέτες, δημοσιοποιούμε μόνο τις πρόσφατες μελέτες χωρίς να εστιάζουμε στον τρόπο που σχεδιάστηκαν. Συχνά, παραβλέπουμε τις συστηματικές ανασκοπήσεις και μερικοί από εμάς δεν γνωρίζουμε καν την ύπαρξή τους. Έτσι, παρασύρουμε το κοινό, δηλώνοντας ότι οι πρόσφατες έρευνες έχουν οριστικές απαντήσεις στα προβλήματα υγείας αντί να αναγνωρίζουμε τον σταδιακό και εξελικτικό χαρακτήρα της επιστήμης. Παρόλα αυτά όμως υπάρχουν δημοσιογράφοι που σέβονται την τεκμηρίωση και την αναπτύσσουν επιδέξια. Δεν υπάρχει όμως καμία συνωμοσία ανάμεσα στους δημοσιογράφους για να παραπλανήσουν το κοινό όπως και δεν υπήρχε πρόθεση των ιατρών της προ evidence-based medicine εποχής να βλάψουν τους ασθενείς

Στην δεκαετία του 1990, οι ιατροί κατάφεραν να συλλέξουν τις πληροφορίες, να τις οργανώσουν κατάλληλα και να δημιουργήσουν τα απαραίτητα εργαλεία για την προώθηση της τεκμηριωμένης έρευνας. Το ίδιο οφείλουν να πράξουν και οι δημοσιογράφοι των οποίων τα άρθρα επηρεάζουν το κοινό. Τα προβλήματα και οι δυσκολίες που πρέπει να ξεπεράσουν είναι πολλά, όμως είναι επιτακτική ανάγκη να σημειωθεί βελτίωση. Το κοινό επηρεάζεται και, πολλάκις, αποπροσανατολίζεται σε λανθασμένες κατευθύνσεις και επιλογές σε ό,τι αφορά την υγεία του. Και αυτό είναι μία δικαιολογημένη αντίδραση.

Είναι, όμως, εξίσου φυσικό να αναπαράγονται από ιατρούς δημοσιογραφικά δημοσιεύματα που αφορούν την υγεία;Η ενημέρωση από ιστοσελίδες ευρείας απήχησης και δημοσιογράφους επώνυμους στο χώρο της υγείας αποτελεί την αποδεκτή, ηθικά, επιλογή ενός ιατρού για τον εαυτό του, πρωτίστως, και στη συνέχεια για τους ασθενείς του; Το πρωτογενές υλικό για την ενημέρωση πρέπει να αποτελεί η ιατρική βιβλιογραφία και όχι τα ΜΜΕ. Ήδη πολλοί ιατροί δεν είναι οικείοι με τον ορθό τρόπο κριτικής των δημοσιευμένων μελετών και υιοθετούν λανθασμένα συμπεράσματα. Αν αναδημοσιεύουν και δημοσιογραφικά άρθρα υγείας των οποίων οι δημιουργοί αγνοούν τις βασικές αρχές της έρευνας, δημιουργείται μεγάλο πρόβλημα. Ηθικά σωστό είναι η ενημέρωση του ιατρού να γίνεται από τους επαγγελματίες υγείας, ειδικούς στον τομέα τους και όχι από άλλες πηγές.

Ετικέτες
bottom of page