top of page

ΚΑΤΑΡΡΙΠΤΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΔΙΑΖΥΓΙΑ ΤΩΝ ΙΑΤΡΩΝ


Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Medscape, οι ιατροί τις ΗΠΑ εμφανίζουν, αντίθετα από την κοινή άποψη, μικρότερα ποσοστά διαζυγίων σε σχέση με τους επαγγελματίες εκτός του χώρου της Υγείας. Συγκεκριμένα, το 24,3% των ιατρών είναι διαζευγμένοι ενώ στα υπόλοιπα επαγγέλματα το ποσοστό αγγίζει το 35% περίπου. Ακόμα και στον χώρο της Υγείας, οι ιατροί δεν βρίσκονται στην κορυφή των διαζευγμένων. Τα σκήπτρα κατέχουν οι νοσηλευτές/τριες με ποσοστό 33%, ακολουθούν οι οδοντίατροι με 25,2%, οι ιατροί με 24,3% και οι φαρμακοποιοί με 22,9%. Το αξιοσημείωτο, όμως, είναι πως υπάρχουν μεγάλες διακυμάνσεις στα ποσοστά διαζυγίων των ιατρών ανάλογα με την ειδικότητά τους.

Ήδη, από το 1997, το John Hopkins University ασχολήθηκε με το θέμα και δημοσίευσε μια περιεκτική και μακράς χρονικής διάρκειας μελέτη που προσπάθησε να βρει συσχετίσεις μεταξύ ιατρών διαφορετικών ειδικοτήτων και των συχνοτήτων των διαζυγίων. Στην έρευνα συμμετείχαν 1.118 άτομα που ήταν ιατροί, οι οποίοι αποφοίτησαν από το John Hopkins University, στη χρονική περίοδο 1948-1964. Έπειτα από την πάροδο των 30 ετών παρακολούθησης οι ερευνητές, μεταξύ άλλων, συμπέραναν πως το αθροιστικό ποσοστό διαζυγίων ήταν 29%, σαφώς υψηλότερο από τα σημερινά δεδομένα. Η κατάταξη κατά ειδικότητα ήταν η εξής: το 51% των ψυχιάτρων καταφεύγουν στο διαζύγιο, το 33% των χειρουργών, το 24% των παθολόγων και το 22% των παιδιάτρων. Οι υπόλοιπες ειδικότητες ακολουθούν αλλά δεν είναι καταγεγραμμένα αναλυτικά τα ποσοστά τους.

Οι ερευνητές παρατήρησαν, επίσης, πως οι γάμοι που έγιναν πριν την αποφοίτηση από την ιατρική σχολή είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να λήξουν (33%) σε σχέση με εκείνους που έγιναν μετά το πέρας των σπουδών (23%). Τέλος, εξέτασαν και την χρονιά που τελέστηκαν οι γάμοι. Όσοι παντρεύτηκαν πριν από το 1953, οι γάμοι τους κατέληξαν σε διαζύγιο κατά 11%, ενώ όσοι γάμοι τελέστηκαν μεταξύ 1953-1957 είχαν 17% ποσοστό διαζυγίου. Το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 24% για όσους παντρεύτηκαν την περίοδο 1958-1962 και στο 21% για τους γάμους που τελέστηκαν μετά το 1962.

Η ειδικότητα αποτέλεσε έναν παράγοντα κλειδί για την εξαγωγή των αποτελεσμάτων. Εντούτοις, στην μελέτη διερευνήθηκαν και αξιολογήθηκαν και άλλοι παράγοντες όπως: το φύλο, ο βαθμός πτυχίου και η σειρά κατάταξης, οι θρησκευτικές αντιλήψεις, η στενή σχέση με τους γονείς, το αν ο ιατρός ήταν μοναχοπαίδι, αν είχε γονιό ιατρό ή αν ήταν παιδί χωρισμένων γονιών.

Παρόλα αυτά, όμως, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν σχετικά με το γιατί κάποιες συγκεκριμένες ειδικότητες οδηγούνται σε συχνά διαζύγια. Ο λόγος είναι ότι η συγκεκριμένη έρευνα είναι ανίκανη στο να προσδιορίσει την ποιότητα των γάμων που μελετήθηκαν. Οι ίδιοι οι ερευνητές του John Hopkins αναφέρουν πως πολλοί ιατροί που δεν χώριζαν, παρέμεναν σε αποτυχημένους γάμους για κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους. Επίσης, το διαζύγιο, την εποχή που έγινε η έρευνα ήταν λιγότερο αποδεκτό κοινωνικά. Συνεπώς, η καταγραμμένη συχνότητα διαζυγίων ήταν μικρότερη από το αναμενόμενο.

Οι σύγχρονοι ερευνητές προσπαθούν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο με βάση τα δεδομένα της εποχής μας. Υποστηρίζουν, λοιπόν, πως το έντονο συναισθηματικό φορτίο που επωμίζονται οι ψυχίατροι, σε καθημερινή βάση, πιθανόν να ευθύνεται για τα υψηλά ποσοστά των διαζυγίων τους. Επίσης, μια έρευνα δημοσιευμένη στο Archives of International Medicine κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι ιατροί υποφέρουν από υπερκόπωση περισσότερο από του υπόλοιπους επαγγελματίες. Το 48,5% των ιατρών έχει αναφέρει τουλάχιστον ένα σύμπτωμα υπερκόπωσης όπως κατάθλιψη, απώλεια διάθεσης για εργασία, χαμηλό αίσθημα αυτοεκτίμησης και ανάπτυξη κυνισμού. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά προκαλεί αναταραχή στις σχέσεις με το οικογενειακό περιβάλλον και αυξάνει την πιθανότητα διαζυγίου.

Η μελέτη του John Hopkins University ήταν πρωτοπόρα για την εποχή της. Ανάλογη θα μπορούσε να γίνει και στις μέρες μας, μόνο που σύμφωνα με τους ειδικούς οφείλει να συμπεριλάβει και κάποιους επιπρόσθετους παράγοντες: την ποιότητα του γάμου, την άποψη των ιατρών και των συζύγων τους για τον γάμο, την κοινωνική αντίληψη για τον θεσμό του γάμου και του διαζυγίου και τους στρεσογόνους παράγοντες, εκτός εργασιακού χώρου, που επιδρούν στις συζυγικές σχέσεις.

Δυστυχώς, η μάστιγα των διαζυγίων καταγράφει υψηλά ποσοστά, ανεξάρτητα από το επάγγελμα. Μπορεί η εργασία, μέσω της υπερκόπωσης, της συναισθηματικής πίεσης και της πολύωρης απουσίας από το σπίτι να «πιέζουν» αρνητικά έναν γάμο. Όμως, δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα που να τεκμηριώσουν την άποψη πως το επάγγελμα είναι ο σημαντικότερος παράγοντας που επιδρά στην αντοχή της συζυγικής σχέσης. Η εργασία αποτελεί το πρόσχημα ενός διαζυγίου, τα πραγματικά αίτια τα γνωρίζει καλύτερα το ζευγάρι και δυστυχώς, επισήμως, δεν καταγράφονται.

Ετικέτες
bottom of page