ΤΥΧΑΙΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΤΙΣ ΤΙΜΕΣ ΒΑΣΗΣ

Σε μία τυχαιοποιημένη μελέτη, κάθε άτομο έχει μία γνωστή και, συνήθως, ίση πιθανότητα να ενταχθεί είτε στην ομάδα παρέμβασης είτε στην ομάδα ελέγχου. Η τυχαιοποίηση είναι ο καλύτερος τρόπος για να κατανέµονται όλοι οι άνθρωποι στις διαφορετικές οµάδες µιας µελέτης µε παρόµοιο και δίκαιο τρόπο. Με τη σύγκριση παρόµοιων οµάδων ατόμων, οι ερευνητές µπορούν να είναι βέβαιοι ότι η µελέτη τους ελέγχει τη διαφορά µεταξύ των παρεμβάσεων που µελετώνται, και όχι τις διαφορές µεταξύ των συμμετεχόντων.
Υποθέτοντας ότι το σφάλμα τύπου Ι ορίζεται στο 5% (p = 0,05), για κάθε 100 συγκρίσεις οι 5 (βάσει των νόμων των πιθανοτήτων) θα πρέπει να διαφέρουν στατιστικώς σημαντικά. Επομένως, οι όποιες σημαντικές διαφορές στα αρχικά δεδομένα, ανάμεσα στις δύο ομάδες, δεν υποδηλώνουν μεροληψία (bias). Μπορεί να υποδηλώνουν στατιστικές ανισορροπίες μεταξύ των ομάδων το οποίο, ούτως ή άλλως, θα ληφθεί υπόψη αργότερα στην ανάλυση. Έτσι, τυχόν διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων κατά την έναρξη της μελέτης είναι, εξ ορισμού, αποτέλεσμα τύχης.
Ως εκ τούτου, δεν οφελεί να αναφέρεται η τιμή p-value της διαφοράς των τιμών βάσης (Baseline Measurement) μεταξύ των δύο ομάδων.
Kommentare